ρεμούρκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεμούρκιο τα ρεμούρκια
      γενική του ρεμούρκιου των ρεμούρκιων
    αιτιατική το ρεμούρκιο τα ρεμούρκια
     κλητική ρεμούρκιο ρεμούρκια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεμούρκιο < (άμεσο δάνειο) βενετική remurchio < ιταλική rimorchio < μεσαιωνική λατινική *remurclum < *remurculum < λατινική remulcum

Ουσιαστικό

ρεμούρκιο ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός, παρωχημένο) ρυμουλκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.