ρυμοτόμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ρυμοτόμος | οι | ρυμοτόμοι |
| γενική | του/της | ρυμοτόμου | των | ρυμοτόμων |
| αιτιατική | τον/τη | ρυμοτόμο | τους/τις | ρυμοτόμους |
| κλητική | ρυμοτόμε | ρυμοτόμοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρυμοτόμος < ρυμοτομία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Μεταφράσεις
ρυμοτόμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.