ρυγχωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρυγχωτός η ρυγχωτή το ρυγχωτό
      γενική του ρυγχωτού της ρυγχωτής του ρυγχωτού
    αιτιατική τον ρυγχωτό τη ρυγχωτή το ρυγχωτό
     κλητική ρυγχωτέ ρυγχωτή ρυγχωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρυγχωτοί οι ρυγχωτές τα ρυγχωτά
      γενική των ρυγχωτών των ρυγχωτών των ρυγχωτών
    αιτιατική τους ρυγχωτούς τις ρυγχωτές τα ρυγχωτά
     κλητική ρυγχωτοί ρυγχωτές ρυγχωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρυγχωτός < ρύγχος + -ωτός

Επίθετο

ρυγχωτός

  1. που έχει ή φέρει ρύγχος
     συνώνυμα: ρυγχοφόρος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ρυγχωτά
     συνώνυμα: ρυγχοφόρα
  3. (κατ’ επέκταση) που εκτείνεται προς τα εμπρός σαν ρύγχος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.