ρουμπινής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρουμπινής | η | ρουμπινιά | το | ρουμπινί |
| γενική | του | ρουμπινή & ρουμπινιού |
της | ρουμπινιάς | του | ρουμπινιού (ρουμπινί) |
| αιτιατική | τον | ρουμπινή | τη | ρουμπινιά | το | ρουμπινί |
| κλητική | ρουμπινή | ρουμπινιά | ρουμπινί | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρουμπινιοί | οι | ρουμπινιές | τα | ρουμπινιά |
| γενική | των | ρουμπινιών | των | ρουμπινιών | των | ρουμπινιών |
| αιτιατική | τους | ρουμπινιούς | τις | ρουμπινιές | τα | ρουμπινιά |
| κλητική | ρουμπινιοί | ρουμπινιές | ρουμπινιά | |||
| Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Και άκλιτο για όλα τα γένη, ρουμπινί. | ||||||
| Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρουμπινής < ρουμπίν(ι) + -ής [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾu.biˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐μπι‐νής
Επίθετο
ρουμπινής, -ιά, -ί και άκλιτο ρουμπινί
- που έχει το χρώμα του ρουμπινιού
ρουμπινής (χρώμα):
- (για το χρώμα) → δείτε τη λέξη ρουμπινί
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρουμπίνι
Αναφορές
- ρουμπινής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.