αρωμανικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | αρωμανικά | ||
| γενική | των | αρωμανικών | ||
| αιτιατική | τα | αρωμανικά | ||
| κλητική | αρωμανικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρωμανικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αρωμανικός στον πληθυντικό → δείτε τη λέξη αρωμουνικά
Ουσιαστικό
αρωμανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η αρωμανική γλώσσα: άλλη μορφή του αρωμουνικά
- αρμανικά
- αρουμανικά
Μεταφράσεις
αρωμανικά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.