ροδοκοκκινίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ροδοκοκκινίζω < ροδοκόκκινος + -ίζω
Ρήμα
ροδοκοκκινίζω, παθ. μτχ.: ροδοκοκκινισμένος
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ροδοκοκκινίζω | ροδοκοκκίνιζα | θα ροδοκοκκινίζω | να ροδοκοκκινίζω | ροδοκοκκινίζοντας | |
| β' ενικ. | ροδοκοκκινίζεις | ροδοκοκκίνιζες | θα ροδοκοκκινίζεις | να ροδοκοκκινίζεις | ροδοκοκκίνιζε | |
| γ' ενικ. | ροδοκοκκινίζει | ροδοκοκκίνιζε | θα ροδοκοκκινίζει | να ροδοκοκκινίζει | ||
| α' πληθ. | ροδοκοκκινίζουμε | ροδοκοκκινίζαμε | θα ροδοκοκκινίζουμε | να ροδοκοκκινίζουμε | ||
| β' πληθ. | ροδοκοκκινίζετε | ροδοκοκκινίζατε | θα ροδοκοκκινίζετε | να ροδοκοκκινίζετε | ροδοκοκκινίζετε | |
| γ' πληθ. | ροδοκοκκινίζουν(ε) | ροδοκοκκίνιζαν ροδοκοκκινίζαν(ε) |
θα ροδοκοκκινίζουν(ε) | να ροδοκοκκινίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ροδοκοκκίνισα | θα ροδοκοκκινίσω | να ροδοκοκκινίσω | ροδοκοκκινίσει | ||
| β' ενικ. | ροδοκοκκίνισες | θα ροδοκοκκινίσεις | να ροδοκοκκινίσεις | ροδοκοκκίνισε | ||
| γ' ενικ. | ροδοκοκκίνισε | θα ροδοκοκκινίσει | να ροδοκοκκινίσει | |||
| α' πληθ. | ροδοκοκκινίσαμε | θα ροδοκοκκινίσουμε | να ροδοκοκκινίσουμε | |||
| β' πληθ. | ροδοκοκκινίσατε | θα ροδοκοκκινίσετε | να ροδοκοκκινίσετε | ροδοκοκκινίστε | ||
| γ' πληθ. | ροδοκοκκίνισαν ροδοκοκκινίσαν(ε) |
θα ροδοκοκκινίσουν(ε) | να ροδοκοκκινίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ροδοκοκκινίσει | είχα ροδοκοκκινίσει | θα έχω ροδοκοκκινίσει | να έχω ροδοκοκκινίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ροδοκοκκινίσει | είχες ροδοκοκκινίσει | θα έχεις ροδοκοκκινίσει | να έχεις ροδοκοκκινίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ροδοκοκκινίσει | είχε ροδοκοκκινίσει | θα έχει ροδοκοκκινίσει | να έχει ροδοκοκκινίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ροδοκοκκινίσει | είχαμε ροδοκοκκινίσει | θα έχουμε ροδοκοκκινίσει | να έχουμε ροδοκοκκινίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ροδοκοκκινίσει | είχατε ροδοκοκκινίσει | θα έχετε ροδοκοκκινίσει | να έχετε ροδοκοκκινίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ροδοκοκκινίσει | είχαν ροδοκοκκινίσει | θα έχουν ροδοκοκκινίσει | να έχουν ροδοκοκκινίσει |
| |
Μεταφράσεις
ροδοκοκκινίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.