ριζώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ριζώνω < αρχαία ελληνική ῥιζόω / ῥιζῶ < ῥίζα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wréh₂ds (ρίζα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾiˈzo.no/

Ρήμα

ριζώνω

  1. (κυριολεκτικά) βγάζω ρίζες
     συνώνυμα: ριζοβολώ
  2. (μεταφορικά) ζω για καιρό σε κάποιο τόπο κι έχω δεθεί με πρόσωπα και πράγματα σ’ αυτόν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.