ριζοβολώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ριζοβολώ < ελληνιστική κοινή ῥιζοβολέω / ῥιζοβολῶ < αρχαία ελληνική ῥίζα + βάλλω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾi.zo.voˈlo/
Ρήμα
ριζοβολώ
- (κυριολεκτικά) βγάζω ή απλώνω ρίζες
- Οποιοδήποτε μέρος του φυτού ριζοβολά, κάνοντας πολύ εύκολη την αναπαραγωγή του. (*)
- (μεταφορικά) σταθεροποιούμαι και αρχίζω και αναπτύσσομαι
- «Όποια των φύλλων η γενιά τέτοια και των ανθρώπων». / Μα απ᾽ τους ανθρώπους λιγοστοί κι αν το γρικήσαν τούτο / μες στην ψυχή τους το έκλεισαν· γιατί καθένας θρέφει / ελπίδα, που ριζοβολά στα στήθια αντρών και νέων· / Κι όσο κανένας άνθρωπος κατέχει το λουλούδι / της νιότης το πολυακριβό, με τ᾽ αλαφρά μυαλά του / πράγματ᾽ αδύνατα πολλά να κάμει λογαριάζει. (*)
Συγγενικά
- ριζοβόλημα
- → δείτε τις λέξεις ρίζα και βάλλω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ριζοβολάω - ριζοβολώ | ριζοβολούσα | θα ριζοβολάω - ριζοβολώ | να ριζοβολάω - ριζοβολώ | ριζοβολώντας | |
| β' ενικ. | ριζοβολάς | ριζοβολούσες | θα ριζοβολάς | να ριζοβολάς | ριζοβόλα - ριζοβόλαγε | |
| γ' ενικ. | ριζοβολάει - ριζοβολά | ριζοβολούσε | θα ριζοβολάει - ριζοβολά | να ριζοβολάει - ριζοβολά | ||
| α' πληθ. | ριζοβολάμε - ριζοβολούμε | ριζοβολούσαμε | θα ριζοβολάμε - ριζοβολούμε | να ριζοβολάμε - ριζοβολούμε | ||
| β' πληθ. | ριζοβολάτε | ριζοβολούσατε | θα ριζοβολάτε | να ριζοβολάτε | ριζοβολάτε | |
| γ' πληθ. | ριζοβολάν(ε) - ριζοβολούν(ε) | ριζοβολούσαν(ε) | θα ριζοβολάν(ε) - ριζοβολούν(ε) | να ριζοβολάν(ε) - ριζοβολούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ριζοβόλησα | θα ριζοβολήσω | να ριζοβολήσω | ριζοβολήσει | ||
| β' ενικ. | ριζοβόλησες | θα ριζοβολήσεις | να ριζοβολήσεις | ριζοβόλα - ριζοβόλησε | ||
| γ' ενικ. | ριζοβόλησε | θα ριζοβολήσει | να ριζοβολήσει | |||
| α' πληθ. | ριζοβολήσαμε | θα ριζοβολήσουμε | να ριζοβολήσουμε | |||
| β' πληθ. | ριζοβολήσατε | θα ριζοβολήσετε | να ριζοβολήσετε | ριζοβολήστε | ||
| γ' πληθ. | ριζοβόλησαν ριζοβολήσαν(ε) |
θα ριζοβολήσουν(ε) | να ριζοβολήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ριζοβολήσει | είχα ριζοβολήσει | θα έχω ριζοβολήσει | να έχω ριζοβολήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ριζοβολήσει | είχες ριζοβολήσει | θα έχεις ριζοβολήσει | να έχεις ριζοβολήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ριζοβολήσει | είχε ριζοβολήσει | θα έχει ριζοβολήσει | να έχει ριζοβολήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ριζοβολήσει | είχαμε ριζοβολήσει | θα έχουμε ριζοβολήσει | να έχουμε ριζοβολήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ριζοβολήσει | είχατε ριζοβολήσει | θα έχετε ριζοβολήσει | να έχετε ριζοβολήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ριζοβολήσει | είχαν ριζοβολήσει | θα έχουν ριζοβολήσει | να έχουν ριζοβολήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.