ριζοβούνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ριζοβούνι τα ριζοβούνια
      γενική του ριζοβουνιού των ριζοβουνιών
    αιτιατική το ριζοβούνι τα ριζοβούνια
     κλητική ριζοβούνι ριζοβούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ριζοβούνι < ριζά + -ο- + βουνό + [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ri.zoˈvu.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ριζοβούνι

Ουσιαστικό

ριζοβούνι ουδέτερο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.