ριζόβουνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ριζόβουνο | τα | ριζόβουνα |
| γενική | του | ριζόβουνου | των | ριζόβουνων |
| αιτιατική | το | ριζόβουνο | τα | ριζόβουνα |
| κλητική | ριζόβουνο | ριζόβουνα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη πρόποδες
Αντώνυμα
- → δείτε τη λέξη βουνοκορφή
Μεταφράσεις
ριζόβουνο
|
- ριζόβουνο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.