ριζοβουνιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ριζοβουνιά οι ριζοβουνιές
      γενική της ριζοβουνιάς των ριζοβουνιών
    αιτιατική τη ριζοβουνιά τις ριζοβουνιές
     κλητική ριζοβουνιά ριζοβουνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ριζοβουνιά < ριζοβούνι + -ιά

Ουσιαστικό

ριζοβουνιά[1] θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. ριζοβουνιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.