Ριζοβούνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Ριζοβούνι | τα | Ριζοβούνια |
| γενική | του | Ριζοβουνιού & Ριζοβουνίου |
των | Ριζοβουνιών & Ριζοβουνίων |
| αιτιατική | το | Ριζοβούνι | τα | Ριζοβούνια |
| κλητική | Ριζοβούνι | Ριζοβούνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ριζοβούνι < ριζοβούνι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾi.zoˈvu.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρι‐ζο‐βού‐νι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.