ρητινίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρητινίτης | οι | ρητινίτες |
| γενική | του | ρητινίτη | των | ρητινιτών |
| αιτιατική | τον | ρητινίτη | τους | ρητινίτες |
| κλητική | ρητινίτη | ρητινίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρητινίτης < ελληνιστική κοινή ῥητινίτης[1] [2] < αρχαία ελληνική ῥητίνη
Μεταφράσεις
ρητινίτης
|
Αναφορές
- ρητινίτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ῥητινίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.