ρεφενές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεφενές οι ρεφενέδες
      γενική του ρεφενέ των ρεφενέδων
    αιτιατική τον ρεφενέ τους ρεφενέδες
     κλητική ρεφενέ ρεφενέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεφενές < (άμεσο δάνειο) τουρκική refene, διαλεκτικός τύπος[1] για την οθωμανική τουρκική حريفانه (harifane, συνεργασία, σύμπραξη) (τουρκική arifane)[2] < περσική عارفانه (arefaneh)[3] < αραβική حريف (harif) + περσική انه (-ane)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾe.feˈnes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρεφενές

Ουσιαστικό

ρεφενές αρσενικό

  • (ανεπίσημο) το ατομικό μερίδιο σε μια συλλογική δαπάνη για φαγητό, διασκέδαση κλπ

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. arifane - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
    ΣτΕ: Διαλεκτικοί και άλλοι τύποι: arfana, erfene, örfene, herefene, ferfene
  3. ρεφενές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.