ρεσιτάλ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾe.siˈtal/
Ουσιαστικό
ρεσιτάλ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) εκτέλεση μουσικής σύνθεσης από έναν μουσικό (ενδεχομένως και με τη συνοδεία κι άλλων μουσικών)
- (μεταφορικά) εξαιρετική εμφάνιση ή ερμηνεία κάποιου (ομάδας, αθλητή, ηθοποιού, κ.λπ.)
- Ήρθε η ώρα μιας ακόμη κωμωδίας του Αλέκου Σακελλάριου. «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», από τις πιο σπαρταριστές κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου, με τον Ντίνο Ηλιόπουλο να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας… (*)
- Nέο ρεσιτάλ υποκρισίας έλαβε χώρα χθες στις Βρυξέλλες, με τους υπουργούς Εσωτερικών και Δικαιοσύνης της Ε.Ε. να χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για το συνεχιζόμενο δράμα των προσφύγων, την ίδια στιγμή που τους κλείνουν με κάθε μέσο τον μοναδικό «βαλκανικό διάδρομο» προς τη σωτηρία. (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.