publicité

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /py.bli.si.te/
 

Ουσιαστικό

publicité (fr) θηλυκό

  1. (διαφήμιση) η διαφήμιση
    La publicité télévisuelle - η τηλεοπτική διαφήμιση
    sans publicité - αδιαφήμιστα
  2. η δημοσιότητα

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • Κατηγορία:Λέξεις από διαφημίσεις (γαλλικά) στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.