ραχατλίδικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ραχατλίδικος | η | ραχατλίδικη | το | ραχατλίδικο |
| γενική | του | ραχατλίδικου | της | ραχατλίδικης | του | ραχατλίδικου |
| αιτιατική | τον | ραχατλίδικο | τη | ραχατλίδικη | το | ραχατλίδικο |
| κλητική | ραχατλίδικε | ραχατλίδικη | ραχατλίδικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ραχατλίδικοι | οι | ραχατλίδικες | τα | ραχατλίδικα |
| γενική | των | ραχατλίδικων | των | ραχατλίδικων | των | ραχατλίδικων |
| αιτιατική | τους | ραχατλίδικους | τις | ραχατλίδικες | τα | ραχατλίδικα |
| κλητική | ραχατλίδικοι | ραχατλίδικες | ραχατλίδικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ραχατλίδικος < τουρκική rahatlık
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾa.xaˈtli.ði.kos/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ραχάτι
Μεταφράσεις
ραχατλίδικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.