ραφτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ραφτικός | η | ραφτική | το | ραφτικό |
| γενική | του | ραφτικού | της | ραφτικής | του | ραφτικού |
| αιτιατική | τον | ραφτικό | τη | ραφτική | το | ραφτικό |
| κλητική | ραφτικέ | ραφτική | ραφτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ραφτικοί | οι | ραφτικές | τα | ραφτικά |
| γενική | των | ραφτικών | των | ραφτικών | των | ραφτικών |
| αιτιατική | τους | ραφτικούς | τις | ραφτικές | τα | ραφτικά |
| κλητική | ραφτικοί | ραφτικές | ραφτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ραφτικός < ραπτικός < ελληνιστική κοινή ῥαπτικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ράβω
Μεταφράσεις
ραφτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.