ραφτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραφτικός η ραφτική το ραφτικό
      γενική του ραφτικού της ραφτικής του ραφτικού
    αιτιατική τον ραφτικό τη ραφτική το ραφτικό
     κλητική ραφτικέ ραφτική ραφτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραφτικοί οι ραφτικές τα ραφτικά
      γενική των ραφτικών των ραφτικών των ραφτικών
    αιτιατική τους ραφτικούς τις ραφτικές τα ραφτικά
     κλητική ραφτικοί ραφτικές ραφτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ραφτικός < ραπτικός < ελληνιστική κοινή ῥαπτικός

Επίθετο

ραφτικός

  1. (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ραπτικός
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ραφτικά

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ράβω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.