ραφτικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ραφτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ραφτικός

Ουσιαστικό

ραφτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • τα εργατικά για το ράψιμο ή τη μεταποίηση ρούχου

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ραφτικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.