ραφείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραφείο τα ραφεία
      γενική του ραφείου των ραφείων
    αιτιατική το ραφείο τα ραφεία
     κλητική ραφείο ραφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραφείο < ράβω + -είο

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾaˈfi.o/

Ουσιαστικό

ραφείο ουδέτερο

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ράβω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.