boutique
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
boutique
(en)
μικρό
μαγαζί
,
μπουτίκ
προϊόν από μικρή εταιρεία· συνήθως πιο ακριβό από τα προϊόντα των μεγάλων βιομηχανιών
και πιο περιορισμένου κοινού (εστιασμένο και καλύτερο για ορισμένο σκοπό)
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
boutique
(fr)
θηλυκό
το
μαγαζί
η
μπουτίκ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.