ραμολιμέντο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ραμολιμέντο | τα | ραμολιμέντα |
| γενική | του | ραμολιμέντου | των | ραμολιμέντων |
| αιτιατική | το | ραμολιμέντο | τα | ραμολιμέντα |
| κλητική | ραμολιμέντο | ραμολιμέντα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ραμολιμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική rammollimento < rammollire < molle < λατινική mollis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(h₂)moldus (μαλακός)
Ουσιαστικό
ραμολιμέντο ουδέτερο
- (προφορικό, μειωτικό) περιφρονητικός χαρακτηρισμός για κάποιον πολύ ηλικιωμένο που έχει χάσει πια τη διαύγεια της σκέψης του
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ραμολί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.