ραμολί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ραμολί < (άμεσο δάνειο) γαλλική ramolli
Ουσιαστικό
ραμολί ουδέτερο άκλιτο
- (αργκό) ο ηλικιωμένος που πάσχει από έκπτωση των νοητικών λειτουργιών
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.