ραδιογραφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραδιογραφικός η ραδιογραφική το ραδιογραφικό
      γενική του ραδιογραφικού της ραδιογραφικής του ραδιογραφικού
    αιτιατική τον ραδιογραφικό τη ραδιογραφική το ραδιογραφικό
     κλητική ραδιογραφικέ ραδιογραφική ραδιογραφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραδιογραφικοί οι ραδιογραφικές τα ραδιογραφικά
      γενική των ραδιογραφικών των ραδιογραφικών των ραδιογραφικών
    αιτιατική τους ραδιογραφικούς τις ραδιογραφικές τα ραδιογραφικά
     κλητική ραδιογραφικοί ραδιογραφικές ραδιογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ραδιογραφικός < ραδιογραφ(ία) + -ικός [1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε ραδιο- + γραφικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾa.ði.o.ɣɾa.fiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ραδιογραφικός

Επίθετο

ραδιογραφικός, -ή, -ό [3]

  1. (τεχνολογία) που σχετίζεται με τη ραδιογραφία
     συνώνυμα: ακτινογραφικός
  2. (τεχνολογία) που σχετίζεται με τη ραδιοτηλεγραφία
     συνώνυμα: ραδιοτηλεγραφικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ραδιογραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. ραδιογραφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.