ραδιογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ραδιογραφικός | η | ραδιογραφική | το | ραδιογραφικό |
| γενική | του | ραδιογραφικού | της | ραδιογραφικής | του | ραδιογραφικού |
| αιτιατική | τον | ραδιογραφικό | τη | ραδιογραφική | το | ραδιογραφικό |
| κλητική | ραδιογραφικέ | ραδιογραφική | ραδιογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ραδιογραφικοί | οι | ραδιογραφικές | τα | ραδιογραφικά |
| γενική | των | ραδιογραφικών | των | ραδιογραφικών | των | ραδιογραφικών |
| αιτιατική | τους | ραδιογραφικούς | τις | ραδιογραφικές | τα | ραδιογραφικά |
| κλητική | ραδιογραφικοί | ραδιογραφικές | ραδιογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾa.ði.o.ɣɾa.fiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐δι‐ο‐γρα‐φι‐κός
Επίθετο
ραδιογραφικός, -ή, -ό [3]
- (τεχνολογία) που σχετίζεται με τη ραδιογραφία
- (τεχνολογία) που σχετίζεται με τη ραδιοτηλεγραφία
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ραδιογραφία, ράδιο, γράφω και γραφικός
Μεταφράσεις
ραδιογραφικός
Αναφορές
- ραδιογραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ραδιογραφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.