δουλοφροσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δουλοφροσύνη οι δουλοφροσύνες
      γενική της δουλοφροσύνης των δουλοφροσυνών
    αιτιατική τη δουλοφροσύνη τις δουλοφροσύνες
     κλητική δουλοφροσύνη δουλοφροσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δουλοφροσύνη < δουλόφρων + -οσύνη

Ουσιαστικό

δουλοφροσύνη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.