ράγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ράγα | οι | ράγες |
| γενική | της | ράγας | των | ραγών |
| αιτιατική | τη | ράγα | τις | ράγες |
| κλητική | ράγα | ράγες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ράγα θηλυκό
- ρώγα σταφυλιού
- σιδηροδοκός οδηγός επί του οποίου ή δια του οποίου κινείται κάποιο μέσον
- ράγες σιδηροδρομικές
- ράγες ασανσέρ
- μεταλλικός οδηγός επί του οποίου στερεώνονται αντικείμενα
- είδος δηλητηριώδους αράχνης
- (βοτανική) τύπος αδιάρρηκτου σαρκώδη καρπού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.