πυρονόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πυρονόμος οι πυρονόμοι
      γενική του/της πυρονόμου των πυρονόμων
    αιτιατική τον/την πυρονόμο τους/τις πυρονόμους
     κλητική πυρονόμε πυρονόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυρονόμος < πυρο- + -νόμος (νέμω)

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.ɾoˈno.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυρονόμος

Ουσιαστικό

πυρονόμος αρσενικό και θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.