ανθυποπυραγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ανθυποπυραγός | οι | ανθυποπυραγοί |
| γενική | του/της | ανθυποπυραγού | των | ανθυποπυραγών |
| αιτιατική | τον/την | ανθυποπυραγό | τους/τις | ανθυποπυραγούς |
| κλητική | ανθυποπυραγέ | ανθυποπυραγοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανθυποπυραγός < (αντί) ανθ- + υποπυραγός (υπο- + πυραγός)
Ουσιαστικό
ανθυποπυραγός αρσενικό ή θηλυκό
- (βαθμός πυροσβεστικής) ο χαμηλότερος βαθμός κατώτερου αξιωματικού της πυροσβεστικής υπηρεσίας, αντίστοιχος του ανθυπολοχαγού στη στρατιωτική ιεραρχία
- υποπυραγός (↑ανώτερος)
- πυρονόμος (↓κατώτερος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.