πυροβολητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυροβολητής οι πυροβολητές
      γενική του πυροβολητή των πυροβολητών
    αιτιατική τον πυροβολητή τους πυροβολητές
     κλητική πυροβολητή πυροβολητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυροβολητής < πυροβολώ + -τής

Ουσιαστικό

πυροβολητής αρσενικό

  1. κάποιος που πυροβολεί
  2. (ειδικότερα, στρατιωτικός όρος) οπλίτης του πυροβολικού, που χειρίζεται πυροβόλο

  • πυροβολικάριος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.