πυγαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πυγαίος | η | πυγαία | το | πυγαίο |
| γενική | του | πυγαίου | της | πυγαίας | του | πυγαίου |
| αιτιατική | τον | πυγαίο | την | πυγαία | το | πυγαίο |
| κλητική | πυγαίε | πυγαία | πυγαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πυγαίοι | οι | πυγαίες | τα | πυγαία |
| γενική | των | πυγαίων | των | πυγαίων | των | πυγαίων |
| αιτιατική | τους | πυγαίους | τις | πυγαίες | τα | πυγαία |
| κλητική | πυγαίοι | πυγαίες | πυγαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πυγαίος < αρχαία ελληνική πυγαῖος < πυγή
Επίθετο
πυγαίος, -α, -ο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πυγή
Πηγές
- πυγαίος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.