ουραίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουραίος η ουραία το ουραίο
      γενική του ουραίου της ουραίας του ουραίου
    αιτιατική τον ουραίο την ουραία το ουραίο
     κλητική ουραίε ουραία ουραίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουραίοι οι ουραίες τα ουραία
      γενική των ουραίων των ουραίων των ουραίων
    αιτιατική τους ουραίους τις ουραίες τα ουραία
     κλητική ουραίοι ουραίες ουραία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ουραίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὐραῖος <  δείτε τη λέξη οὐρά

Επίθετο

ουραίος, -α, -ο

  1. που βρίσκεται ή ανήκει στην ουρά
     δείτε τις λέξεις κερκοειδής και κερκώδης
  2. του πίσω μέρους, ραχιαίος, νωτιαίος
    χρειάζεται παράθεμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.