πρόσπτωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόσπτωση οι προσπτώσεις
      γενική της πρόσπτωσης* των προσπτώσεων
    αιτιατική την πρόσπτωση τις προσπτώσεις
     κλητική πρόσπτωση προσπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόσπτωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσπτω(σις) + -ση < προσπίπτω. Μορφολογικά αναλύεται σε πρόσ- + πτῶσις (πτώση)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾos.pto.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρόσπτωση

Ουσιαστικό

πρόσπτωση θηλυκό

  1. η πτώση ή πρόσκρουση με κάτι ή σε κάτι
  2. (φυσική) η πρόσκρουση με κάτι κατά την κίνηση
     δείτε τον όρο γωνία προσπτώσεως

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.