πρόσβαρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρόσβαρος η πρόσβαρη το πρόσβαρο
      γενική του πρόσβαρου της πρόσβαρης του πρόσβαρου
    αιτιατική τον πρόσβαρο την πρόσβαρη το πρόσβαρο
     κλητική πρόσβαρε πρόσβαρη πρόσβαρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρόσβαροι οι πρόσβαρες τα πρόσβαρα
      γενική των πρόσβαρων των πρόσβαρων των πρόσβαρων
    αιτιατική τους πρόσβαρους τις πρόσβαρες τα πρόσβαρα
     κλητική πρόσβαροι πρόσβαρες πρόσβαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρόσβαρος < προσ- + βάρος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpro.zva.ros/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρόσβαρος

Επίθετο

πρόσβαρος, -η, -ο

  1. (λόγιο, σπάνιο) που είναι περισσότερο βαρύς από το κανονικό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πρόσβαρο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.