πρόγαμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πρόγαμος | οι | πρόγαμοι |
| γενική | του | πρόγαμου | των | πρόγαμων |
| αιτιατική | τον | πρόγαμο | τους | πρόγαμους |
| κλητική | πρόγαμε | πρόγαμοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πρόγαμος αρσενικό
- (ιδιωματικό) η συγκέντρωση του γαμπρού ή / και της νύφης μαζί με συγγενείς και φίλους, ώστε να γιορτάσουν τον επικείμενο γάμο
- μπάτσελορ / μπατσελορέτ / bachelor party
Μεταφράσεις
πρόγαμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.