πρόγαμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρόγαμος οι πρόγαμοι
      γενική του πρόγαμου των πρόγαμων
    αιτιατική τον πρόγαμο τους πρόγαμους
     κλητική πρόγαμε πρόγαμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόγαμος < προ- + γάμος

Ουσιαστικό

πρόγαμος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.