μπατσελορέτ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπατσελορέτ < αγγλική bachelorette (party) < bachelor < μεσαιωνική λατινική baccalarius < υστερολατινική baccalaris < λατινική baculum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *baktlom < *bak- (ραβδί)
Ουσιαστικό
μπατσελορέτ ουδέτερο άκλιτο
Αντώνυμα
-
Bachelorette party στην αγγλική Βικιπαίδεια

- πρόγαμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.