πρωτοψάλτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πρωτοψάλτης | οι | πρωτοψάλτες |
| γενική | του | πρωτοψάλτη | των | πρωτοψαλτών |
| αιτιατική | τον | πρωτοψάλτη | τους | πρωτοψάλτες |
| κλητική | πρωτοψάλτη | πρωτοψάλτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρωτοψάλτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πρωτοψάλτης < πρωτο- + ψάλτης[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.toˈpsal.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐ψάλ‐της
Ουσιαστικό
πρωτοψάλτης αρσενικό
- (εκκλησιαστικός όρος, αξίωμα) εκκλησιαστικός τίτλος, για τον πρώτο στην ιεραρχία των ψαλτών στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (έπεται ο Λαμπαδάριος τού αριστερού χορού και έπεται ο Δομέστικος)
- πρώτος ιεροψάλτης του δεξιού χορού της χορωδίας του ιερού ναού. Δίνεται σε άνδρες στους οποίους έχει προηγηθεί η χειροθεσία τους σε αναγνώστη.
Συγγενικά
- Πρωτοψάλτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
πρωτοψάλτης
|
|
Αναφορές
- πρωτοψάλτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.