πρωτοφανέρωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτοφανέρωτος | η | πρωτοφανέρωτη | το | πρωτοφανέρωτο |
| γενική | του | πρωτοφανέρωτου | της | πρωτοφανέρωτης | του | πρωτοφανέρωτου |
| αιτιατική | τον | πρωτοφανέρωτο | την | πρωτοφανέρωτη | το | πρωτοφανέρωτο |
| κλητική | πρωτοφανέρωτε | πρωτοφανέρωτη | πρωτοφανέρωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτοφανέρωτοι | οι | πρωτοφανέρωτες | τα | πρωτοφανέρωτα |
| γενική | των | πρωτοφανέρωτων | των | πρωτοφανέρωτων | των | πρωτοφανέρωτων |
| αιτιατική | τους | πρωτοφανέρωτους | τις | πρωτοφανέρωτες | τα | πρωτοφανέρωτα |
| κλητική | πρωτοφανέρωτοι | πρωτοφανέρωτες | πρωτοφανέρωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρωτοφανέρωτος < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
πρωτοφανέρωτος
|
|
Πηγές
- πρωτοφανέρωτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.