πρωτοκολλητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτοκολλητής οι πρωτοκολλητές
      γενική του πρωτοκολλητή των πρωτοκολλητών
    αιτιατική τον πρωτοκολλητή τους πρωτοκολλητές
     κλητική πρωτοκολλητή πρωτοκολλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτοκολλητής < πρωτοκολλώ + -τής (μαρτυρείται από το 1897)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.to.ko.liˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρωτοκολλητής

Ουσιαστικό

πρωτοκολλητής αρσενικό (θηλυκό πρωτοκολλήτρια)

  • (επάγγελμα) υπάλληλος ο οποίος απασχολείται με την πρωτοκόλληση
      Οι Πρωτοκολλητές διορίζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο και είναι αξιωματούχοι του Δικαστηρίου προέρχονται συνήθως από τις τάξεις των Δικηγόρων και έχουν καλή νομική κατάρτιση. Οι Πρωτοκολλητές έχουν συγκεκριμένα καθήκοντα όπως αυτά προβλέπονται από το σχετικό νόμο. Ο Αρχαιότερος Πρωτοκολλητής ή ο Πρωτοκολλητής που διορίζεται προς τούτο από το Ανώτατο Δικαστήριο προΐσταται του προσωπικού του Δικαστηρίου και έχει την γενική επίβλεψη αυτού.
    Κατηγορίες νομικών επαγγελμάτων - Κύπρος, e-justice.europa.eu

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 866, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.