πρωτεργάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πρωτεργάτης | οι | πρωτεργάτες |
| γενική | του | πρωτεργάτη | των | πρωτεργατών |
| αιτιατική | τον | πρωτεργάτη | τους | πρωτεργάτες |
| κλητική | πρωτεργάτη | πρωτεργάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρωτεργάτης < μεσαιωνική ελληνική πρωτεργάτης < πρώτος + εργάτης
Ουσιαστικό
πρωτεργάτης αρσενικό (θηλυκό: πρωτεργάτρια)
- ο εμπνευστής και πιο σημαντικός συντελεστής ή παράγοντας μιας προσπάθειας, ενός έργου κ.λπ.
- ο πρωταίτιος
Μεταφράσεις
πρωτεργάτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.