πρωτεργάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτεργάτης οι πρωτεργάτες
      γενική του πρωτεργάτη των πρωτεργατών
    αιτιατική τον πρωτεργάτη τους πρωτεργάτες
     κλητική πρωτεργάτη πρωτεργάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτεργάτης < μεσαιωνική ελληνική πρωτεργάτης < πρώτος + εργάτης

Ουσιαστικό

πρωτεργάτης αρσενικό (θηλυκό: πρωτεργάτρια)

  1. ο εμπνευστής και πιο σημαντικός συντελεστής ή παράγοντας μιας προσπάθειας, ενός έργου κ.λπ.
  2. ο πρωταίτιος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.