πρωταθλητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωταθλητής οι πρωταθλητές
      γενική του πρωταθλητή των πρωταθλητών
    αιτιατική τον πρωταθλητή τους πρωταθλητές
     κλητική πρωταθλητή πρωταθλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωταθλητής (μαρτυρείται από το 1839)[1] < πρωτ- + αθλητής

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.ta.θliˈtis/

Ουσιαστικό

πρωταθλητής αρσενικό, (θηλυκό πρωταθλήτρια)

  1. (αθλητισμός) ο αθλητής ή η αθλητική ομάδα που έχει κερδίσει την πρώτη θέση σε αθλητική διοργάνωση
  2. (μεταφορικά) (μερικές φορές και ειρωνικά) πρωταγωνιστής, πρωτεργάτης, που έχει διακριθεί σε κάποιο τομέα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 864, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.