πρωτάθλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρωτάθλημα | τα | πρωταθλήματα |
| γενική | του | πρωταθλήματος | των | πρωταθλημάτων |
| αιτιατική | το | πρωτάθλημα | τα | πρωταθλήματα |
| κλητική | πρωτάθλημα | πρωταθλήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρωτάθλημα < απόδοση για την αγγλική championship. Μορφολογικά αναλύεται σε πρωτ- + άθλημα.
Ουσιαστικό
πρωτάθλημα ουδέτερο
- (αθλητισμός) σειρά αθλητικών αγώνων για να αναδειχθεί πρωταθλητής ή πρωταθλήτρια ομάδα
- (αθλητισμός) κατάκτηση της πρώτης θέσης σε αθλητικούς αγώνες σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο
Συγγενικά
- πρωταθλητής
- πρωταθλήτρια
- πρωταθλητισμός
- → και δείτε τις λέξεις πρώτος, άθλημα και αθλητής
Μεταφράσεις
πρωτάθλημα
Πηγές
- πρωτάθλημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πρωτάθλημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.