πρωτάθλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρωτάθλημα τα πρωταθλήματα
      γενική του πρωταθλήματος των πρωταθλημάτων
    αιτιατική το πρωτάθλημα τα πρωταθλήματα
     κλητική πρωτάθλημα πρωταθλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτάθλημα < απόδοση για την αγγλική championship. Μορφολογικά αναλύεται σε πρωτ- + άθλημα.

Ουσιαστικό

πρωτάθλημα ουδέτερο

  1. (αθλητισμός) σειρά αθλητικών αγώνων για να αναδειχθεί πρωταθλητής ή πρωταθλήτρια ομάδα
  2. (αθλητισμός) κατάκτηση της πρώτης θέσης σε αθλητικούς αγώνες σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.