πλωριός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλωριός | η | πλωριά | το | πλωριό |
| γενική | του | πλωριού | της | πλωριάς | του | πλωριού |
| αιτιατική | τον | πλωριό | την | πλωριά | το | πλωριό |
| κλητική | πλωριέ | πλωριά | πλωριό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλωριοί | οι | πλωριές | τα | πλωριά |
| γενική | των | πλωριών | των | πλωριών | των | πλωριών |
| αιτιατική | τους | πλωριούς | τις | πλωριές | τα | πλωριά |
| κλητική | πλωριοί | πλωριές | πλωριά | |||
| Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ploɾˈʝos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλω‐ριός
Επίθετο
πλωριός, -ιά, -ιό
- (ναυτικός όρος) που αναφέρεται ή σχετίζεται με πλώρη πλοίου
- ↪ πλωριός φανός, πλωριός ιστός, πλωριός γερανός
- ↪ Ο καπετάνιος μού διέθεσε την πλωριά καμπίνα που είχε όλες τις ανέσεις.
Μεταφράσεις
πλωριός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.