προχοή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προχοή | οι | προχοές |
| γενική | της | προχοής | των | προχοών |
| αιτιατική | την | προχοή | τις | προχοές |
| κλητική | προχοή | προχοές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προχοή < αρχαία ελληνική προχοή
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.xoˈi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐χο‐ή
Ουσιαστικό
προχοή θηλυκό
- (κεραμική) διαμορφωμένο στόμιο αγγείου από το οποίο ρέει το υγρό περιεχόμενο του
- ※ Η βάση είναι επίπεδη, το σώμα κωνικό και φαρδύ με δύο οριζόντιες λαβές. Το επίπεδο χείλος στρέφεται προς τα έξω και στη μία του άκρη σχηματίζεται προχοή, η οποία χρησίμευε στην ασφαλή μετάγγιση του περιεχομένου της λεκάνης σε άλλο σκεύος.
- Περιγραφή εκθέματος: Λεκάνη με προχοή Μουσείο Ακρόπολης
- ※ Η βάση είναι επίπεδη, το σώμα κωνικό και φαρδύ με δύο οριζόντιες λαβές. Το επίπεδο χείλος στρέφεται προς τα έξω και στη μία του άκρη σχηματίζεται προχοή, η οποία χρησίμευε στην ασφαλή μετάγγιση του περιεχομένου της λεκάνης σε άλλο σκεύος.
Μεταφράσεις
προχοή
|
|
Πηγές
- προχοή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | προχοή | αἱ | προχοαί |
| γενική | τῆς | προχοῆς | τῶν | προχοῶν |
| δοτική | τῇ | προχοῇ | ταῖς | προχοαῖς |
| αιτιατική | τὴν | προχοήν | τὰς | προχοᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | προχοή | προχοαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προχοᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | προχοαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προχοή < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- προχοή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προχοή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.