προχειρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προχειρίζω < αρχαία ελληνική προχειρίζω < πρό + χείρ
Ρήμα
προχειρίζω (παθητική φωνή: προχειρίζομαι)
Συγγενικά
- προχείριση
- → δείτε τις λέξεις προ και χέρι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προχειρίζω | προχείριζα | θα προχειρίζω | να προχειρίζω | προχειρίζοντας | |
| β' ενικ. | προχειρίζεις | προχείριζες | θα προχειρίζεις | να προχειρίζεις | προχείριζε | |
| γ' ενικ. | προχειρίζει | προχείριζε | θα προχειρίζει | να προχειρίζει | ||
| α' πληθ. | προχειρίζουμε | προχειρίζαμε | θα προχειρίζουμε | να προχειρίζουμε | ||
| β' πληθ. | προχειρίζετε | προχειρίζατε | θα προχειρίζετε | να προχειρίζετε | προχειρίζετε | |
| γ' πληθ. | προχειρίζουν(ε) | προχείριζαν προχειρίζαν(ε) |
θα προχειρίζουν(ε) | να προχειρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προχείρισα | θα προχειρίσω | να προχειρίσω | προχειρίσει | ||
| β' ενικ. | προχείρισες | θα προχειρίσεις | να προχειρίσεις | προχείρισε | ||
| γ' ενικ. | προχείρισε | θα προχειρίσει | να προχειρίσει | |||
| α' πληθ. | προχειρίσαμε | θα προχειρίσουμε | να προχειρίσουμε | |||
| β' πληθ. | προχειρίσατε | θα προχειρίσετε | να προχειρίσετε | προχειρίστε | ||
| γ' πληθ. | προχείρισαν προχειρίσαν(ε) |
θα προχειρίσουν(ε) | να προχειρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προχειρίσει | είχα προχειρίσει | θα έχω προχειρίσει | να έχω προχειρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προχειρίσει | είχες προχειρίσει | θα έχεις προχειρίσει | να έχεις προχειρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προχειρίσει | είχε προχειρίσει | θα έχει προχειρίσει | να έχει προχειρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προχειρίσει | είχαμε προχειρίσει | θα έχουμε προχειρίσει | να έχουμε προχειρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προχειρίσει | είχατε προχειρίσει | θα έχετε προχειρίσει | να έχετε προχειρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προχειρίσει | είχαν προχειρίσει | θα έχουν προχειρίσει | να έχουν προχειρίσει |
| |
Μεταφράσεις
προχειρίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.