προσόρμισις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσόρμισῐς αἱ προσορμίσεις
      γενική τῆς προσορμίσεως τῶν προσορμίσεων
      δοτική τῇ προσορμίσει ταῖς προσορμίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προσόρμισῐν τὰς προσορμίσεις
     κλητική ! προσόρμισῐ προσορμίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσορμίσει
γεν-δοτ τοῖν  προσορμισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσόρμισις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προσόρμισις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.