προσωποποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσωποποιημένος | η | προσωποποιημένη | το | προσωποποιημένο |
| γενική | του | προσωποποιημένου | της | προσωποποιημένης | του | προσωποποιημένου |
| αιτιατική | τον | προσωποποιημένο | την | προσωποποιημένη | το | προσωποποιημένο |
| κλητική | προσωποποιημένε | προσωποποιημένη | προσωποποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσωποποιημένοι | οι | προσωποποιημένες | τα | προσωποποιημένα |
| γενική | των | προσωποποιημένων | των | προσωποποιημένων | των | προσωποποιημένων |
| αιτιατική | τους | προσωποποιημένους | τις | προσωποποιημένες | τα | προσωποποιημένα |
| κλητική | προσωποποιημένοι | προσωποποιημένες | προσωποποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσωποποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσωποποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.