προσωποκεντρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προσωποκεντρισμός | οι | προσωποκεντρισμοί |
| γενική | του | προσωποκεντρισμού | των | προσωποκεντρισμών |
| αιτιατική | τον | προσωποκεντρισμό | τους | προσωποκεντρισμούς |
| κλητική | προσωποκεντρισμέ | προσωποκεντρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
προσωποκεντρισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η θεώρηση ότι η έννοια του προσώπου είναι η σημαντικότερη στο Σύμπαν
- δείτε και ανθρωποκεντρισμός
- (πολιτική) η εστίαση σε πρόσωπο ή πρόσωπα, στον ηγέτη και όχι στην κομματική ιδεολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.