ουσιοκρατία

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουσιοκρατία οι ουσιοκρατίες
      γενική της ουσιοκρατίας των ουσιοκρατιών
    αιτιατική την ουσιοκρατία τις ουσιοκρατίες
     κλητική ουσιοκρατία ουσιοκρατίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ουσιοκρατία θηλυκό

  1. (θρησκεία) η υπερτόνιση της αξίας της απρόσωπης ουσίας του θεού (θείες ιδιότητες· πχ θεία προΰπαρξη, το άτμητον, το αέναον κα) έναντι του προσώπου του (νόηση, ενσυναίσθηση, ηθολογία κα)
  2. η πίστη της εγγενούς προΰπαρξης σκοπού, ταλέντου, ιδιότητας στο κάθε τι
    • η μη αποδοχή στο ότι η μετεξέλιξη υλικού ή προσώπου δύναται να μεταβάλει τις πρωταρχικές του ιδιότητες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.