προστριβόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προστριβόμενος η προστριβόμενη το προστριβόμενο
      γενική του προστριβόμενου της προστριβόμενης του προστριβόμενου
    αιτιατική τον προστριβόμενο την προστριβόμενη το προστριβόμενο
     κλητική προστριβόμενε προστριβόμενη προστριβόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προστριβόμενοι οι προστριβόμενες τα προστριβόμενα
      γενική των προστριβόμενων των προστριβόμενων των προστριβόμενων
    αιτιατική τους προστριβόμενους τις προστριβόμενες τα προστριβόμενα
     κλητική προστριβόμενοι προστριβόμενες προστριβόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προστριβόμενος < αρχαία ελληνική προστρίβω, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Affikata

Μετοχή

προστριβόμενος, -η, -ο

Συγγενικά

  • προστριβόμενα σύμφωνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.