προσπορισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσπορισμένος | η | προσπορισμένη | το | προσπορισμένο |
| γενική | του | προσπορισμένου | της | προσπορισμένης | του | προσπορισμένου |
| αιτιατική | τον | προσπορισμένο | την | προσπορισμένη | το | προσπορισμένο |
| κλητική | προσπορισμένε | προσπορισμένη | προσπορισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσπορισμένοι | οι | προσπορισμένες | τα | προσπορισμένα |
| γενική | των | προσπορισμένων | των | προσπορισμένων | των | προσπορισμένων |
| αιτιατική | τους | προσπορισμένους | τις | προσπορισμένες | τα | προσπορισμένα |
| κλητική | προσπορισμένοι | προσπορισμένες | προσπορισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσπορισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσπορίζω
Μεταφράσεις
προσπορισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.